αχρωστικός

αχρωστικός
η , ό[ν]
1) обесцвечивающий; 2) ахроматический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αχρωστικός" в других словарях:

  • αχρωστικός — ή, ό φρ. «αχρωστικό σύστημα» οπτικό σύστημα με το οποίο βλέπουμε τα είδωλα των αντικειμένων χωρίς χρωματική εκτροπή …   Dictionary of Greek

  • αχρωματικός — και αχρωστικός, ή, ό 1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό 2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»